- ακάπνιστος
- -η, -ο1. αυτός που δεν καπνίστηκε: Τα λουκάνικα αυτά είναι ακάπνιστα.2. που δεν καταναλώθηκε με το κάπνισμα: Έχω ακόμη μερικά τσιγάρα ακάπνιστα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.